δαμαλίδα

δαμαλίδα
η και δαμαλίς (-ίδος) (Μ δαμαλίς) [δάμαλις]
η δαμάλα
νεοελλ.
1. η ασθένεια τών βοδιών δαμαλίτιδα
2. ο ορός που παράγεται από δαμάλειο ύλη, η βατσίνα
3. γένος δίπτερων εντόμων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δαμαλίδα — η 1. νεαρή αγελάδα. 2. ορός εναντίον της ευλογιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δαμάλειος — α και ος, ο 1. ο δαμαλήσιος 2. φρ. «δαμάλειος ύλη» το περιεχόμενο τών φλυκταινών αγελάδων που πάσχουν από δαμαλίδα με το οποίο παρασκευάζεται το εμβόλιο κατά τής ευλογιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάμαλις. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • δαμαλίζω — (I) εμβολιάζω με δαμαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. vaccinate). Η λέξη μαρτυρείται από το 1864 στον Λουκ. Ι. Καραλίβανο]. (II) δαμαλίζω (Α) [δαμάλης] δαμάζω (ατίθασα άλογα) …   Dictionary of Greek

  • δαμαλίς — (I) η βλ. δαμάλα. (II) η βλ. δαμαλίδα …   Dictionary of Greek

  • δαμαλιδικός — ή, ό 1. όποιος αναφέρεται στον θεραπευτικό ορό δαμαλίδα* ή προέρχεται απ αυτόν 2. «δαμαλιδική ροδάνθη» εξάνθημα που προκαλείται από το εμβόλιο τής δαμαλίδας …   Dictionary of Greek

  • δαμαλισμός — Εμβολιασμός με τον ζωντανό ιό της ευλογιάς της αγελάδας, που παρέχει στον ανθρώπινο οργανισμό ανοσία κατά της ασθένειας. * * * ο ο εμβολιασμός με δαμαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. vaccination < γαλλ. vaccine <… …   Dictionary of Greek

  • εμβόλιο — το (AM ἐμβόλιον) νεοελλ. 1. παρασκεύασμα που χορηγείται ενδομυϊκώς (με ένεση) ή από το στόμα για να προκαλέσει ανοσία προς ορισμένη νόσο ή για θεραπευτικούς σκοπούς 2. κλωνάρι δέντρου με οφθαλμούς, το οποίο χρησιμοποιείται για τον δενδροκομικό… …   Dictionary of Greek

  • Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι …   Dictionary of Greek

  • Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… …   Dictionary of Greek

  • δαμαλίσιος, -ια, -ιο — αυτός που αναφέρεται σε ή προέρχεται από δαμαλίδα ή δαμάλι: Δαμαλίσιο κρέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”